- σγουρόμαλλος
- -η, -ο, θηλ. και σγουρομαλλούσα, Νβλ. σγουρομάλλης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σγουρομάλλης — θηλ. σγουρομάλλα και σγουρομαλλούσα, και σγουρόμαλλος, η, ο, Ν αυτός που έχει σγουρά, κατσαρά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σγουρός* + μάλλης / μαλλος (< μαλλί), πρβλ. χρυσο μάλλης] … Dictionary of Greek
σγουρομάλλικος — σγουρομάλλικος, η, ο και σγουρόμαλλος, η, ο σγουρομάλλης: Σγουρομάλλικο παιδί. – Σγουρομάλλικο πρόβατο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)